πρόκωπος

πρόκωπος
-η, -ο / πρόκωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος
ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος
αρχ.
1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή
2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.)
3. επιμήκης
4. (για οστό) προεκτεταμένος
5. φρ. «πρόκωπον ξίφος» — προτεταμένο ξίφος που κρατιέται από τη λαβή («ξίφος πρόκωπον πᾱς τις εὐτρεπιζέτω», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -κωπος (< κώπη «κουπί, λαβή»), πρβλ. επί-κωπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόκωπος — grasped by the hilt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκωπον — πρόκωπος grasped by the hilt masc/fem acc sg πρόκωπος grasped by the hilt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκώπῳ — πρόκωπος grasped by the hilt masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκωπα — πρόκωπος grasped by the hilt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκωποι — πρόκωπος grasped by the hilt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”